Τρίτη, Ιουνίου 24, 2008

Περί δυσνόητων κοινωνιολογικών και φιλοσοφικών όρων και παπαρολογίας

Το 2003 παρευρέθηκα σε ένα συνέδριο κοινωνιολογίας που γινόταν στη Θεσσαλονίκη. Μεταξύ τών ομιλητών που είχαν έρθει απο τα πέρατα του κόσμου για να παρουσιάσουν τις δουλειές τους, ήταν και ο πασίγνωστος, στο συγκεκριμένο χώρο πάντα, καθήγητης του LSE, Νίκος Μουζέλης. Η ομιλία του ήταν η βασική ομιλία του συνεδρίου (ήταν keynote speaker που λέμε) και όπως ήταν αναμενόμενο, το μεγαλύτερο αμφιθέατρο του Αριστοτελείου ήταν κατάμεστο.

Απο την ομιλία του Μουζέλη (ήταν πάνω στην εκπαίδευση αν δεν κάνω λάθος), έπιασα ένα 25 με 30%. Αφού τελέιωσε η ομιλία, θυμάμαμαι πως πολύ απογοητευμένος είχα θεωρήσει τον εαυτό μου αδιάβαστο και ανίδεο, αφου η μη κατανόηση του περιεχομένου του λόγου του Μουζέλη με οδήγησε στο να μή συμμετάσχω κάν στο ενθουσιώδες χειροκρότημα που τον ακολούθησε. Και εκεί που νόμιζα οτι είμαι ο μόνος ανεπίδεκτος, βλέπω να σηκώνεται ένας τυπάς, ο οποίος δήλωσε καθηγητής του πανεπιστημίου του Αιγαίου αν δεν κάνω λάθος, και να ετοιμάζει ερώτηση. Του δίνει λοιπον ο Μουζέλης το λόγο και .....ακούει ένα κράξιμο που όμοιο του δεν πρέπει να έιχε ξανακούσει ποτέ. Πολύ ορθά, ο τυπάς αναρωτιόταν (φωναχτά και με μανία) γιατί ο ίδιος, ώς καθγητής κοινωνιολογίας και αυτός, αδυνατούσε να κατανοήσει το μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας. Κατηγορούσε το Μουζέλη για το «επιστημονικό» λεξιλογιο που χρησιμοποίησε αλλά και για τον τελείως αφηρημένο λόγο του, ο οποίος σε τελική ανάλυση αν φιλτραριζόταν απο τις δυσνόητες ορολογίες, έβγαζε νόημα που εύκολα θα έπιανε και ένα 8χρονο. Το οτι για να «καθαρίσει» κάποιος το λόγο του Μουζέλη απο τις παπαρολογίες, για να κάνω quote και πάλι τον βουλευτή κύριο Σουφλιά, θα έπαιρνε κανα 4ωρο είναι άλλο θέμα. Περιττό να αναφέρω οτι μαζί με μένα ολόκληρο το αμφιθέατρο όχι μόνο καταχειροκρότησε το ξέσπασμα του ερωτώμενου, αλλά πολλοί ούρλιαζαν, σφύριζαν και χτύπαγαν τα πόδια του στο πάτωμα προκειμένου να δείξουν πόσο έντονα συμφωνούσαν με το καυστικότατο αυτό σχόλιο.


Την ιστορία αυτή μου τη θύμισε ξανά ένας πρόσφατος διάλογος με το συγκάτοικό μου, ο οποίος, πολύ συχνά βρίσκει τον εαυτό του φοβερά εκστασιασμένο και ενίοτε πιθανώς πνευματικά υποβαθμισμένο, με την πολύπλοκότητα του «ποιητικού» λόγου κάποιων γνωστών μας (η γνωστών του) που λιώνουν πάνω απο τον
Deridda τον Delouze και άλλων Γάλλων, Άγγλων, Πορτογάλων. Τόσο ανίκανο να αντιδράσει τον βρίσκει καμμιά φορά η ανωτερότητα αυτού του δυσνόητου, σχεδόν μυστικιστικού λόγου, που δεν παρέλειψε να με πληροφορήσει οτι εγώ, που μάλιστα είμαι και της ανάλογης επιστήμης, θα αδυνατούσα να καταλάβω έστω και μια πρόταση.


Το περιστατικό αυτό δεν μπορεί παρά να μου φέρει στο μυαλό το απόσπασμα απο ένα άρθρο ενός πολύ διάσημου γλωσσολόγου, του Νόαμ Τσόμσκι (γνωστό για τον ευθύ και κοφτερό σαν μαχαίρι λόγο του). Το άρθρο μιλάει σχετικά με το πώς οι διανοούμενοι, και οι κάθε λογής
wannabe ή δήθεν διανοούμενοι, ασκούν εμμέσως επιρροή στον απαίδευτο συνομιλητή/ακροατή τους προβάλωντας το πλούσιο δυσνόητο λεξιλόγιο τους ώς ένδειξη του ακαταμάχητου επιπέδου μόρφωσης που κατέχουν! Τονίζει επίσης πόσο μεγάλη ευθύνη έχουν αυτού του είδους οι παπαρολόγοι για την απομάκρυνση του κόσμου απο τα πολιτικά και κοινωνιολογικά θέματα αλλά και τον ακτιβισμό. Μεταφράζω λοιπόν το πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα:


(εξηγώντας την απλοική φύση των απαντήσεων που αναλογούν σε τρομακτικά πολύπλοκου ύφους και λεξιλογίου ερωτήσεις..)

...Ένα απο αυτά που κάνουν οι διανοούμενοι, είναι να τις κάνουν τελείως απρόσιτες (τις απαντήσεις), για λόγους επίδειξης κυριαρχίας και προσωπικού πλεονεκτήματος. Έιναι πολύ φυσικό για τους διανοούμενους να προσπαθούν να κάνουν τα απλά πράγματα να μοιάζουν δύσκολα. Είναι όπως η μεσαιωνική εκκλησία δημιουργούσε μυστήρια για να διατηρήσει τη σημασία της. Διάβασε το «Ο μεγάλος ιεροεξεταστής» του Ντοστογιέφσκι, τα λέει πολύ ωραία.

Ο μεγάλος ιεροεξεταστής εξηγεί γιατί πρέπει να δημιουργείς μυστήρια ώστε οι απλοί άνθρωποι να διευκολύνονται στο να καταλάβουν κάποια πράγματα. Πρέπει να νιώθουν υποδεέστεροι, έτσι πρέπει να κάνεις τα πράγματα να δείχνουν μυστηριώδη και περίπλοκα. Αυτό είναι το τέστ του διανοούμενου. Είναι όλα καλά για αυτούς, είναι πλέον σημαντικοί, λένε μεγάλα λόγια που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει. ........Καταντά κωμικό γιατί είναι όλα ασυναρτησίες....... Κάποιοι προσπαθούν να τα αποκωδικοποιήσουν και να δούν το πραγματικό νόημα πίσω απο αυτά, ξέρεις, πράγματα που θα μπορούσες να εξηγήσεις και σε ένα 8χρονο παιδί. Δεν βρίσκουν όμως τίποτα εκεί. Αλλά αυτός έιναι ο τρόπος με τον οποίο οι σύγχρονοι διανοούμενοι, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της αριστεράς, δημιουργούν μεγάλες καριέρες και δύναμη. Περιθωριοποιώντας και τρομάζοντας τον κόσμο...

....Στην Αμερική για παράδειγμα......κάνουν τους ανθρώπους να αισθάνονται οτι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, εκτός και αν καταλάβουν με κάποιο τρόπο την τελευταία έκδοση του τάδε η του δείνα μεταμοντέρνου. Κάποιες φορές μπορεί να μην το επιδιώκουν αυτό (οι διανοούμενοι) αλλά το αποτέλεσμα είναι μια τεχνική περιθωριοποίησης κάποιων μόνο και μόνο επειδή μερικοί αποκτούν αναγνωρισμένο κύρος, και ταξιδεύουν ανά τον κόσμο, μετέχουν σε υψηλούς κύκλους κτλ.

....Εάν υπάρχει μια θεωρία, ένα σύνολο παραδοχών, η πεποιθήσεων τα οποία είναι τόσο πολύπλοκα για να τα καταλάβω, αλλα πρέπει να τα μάθω, τότε πες τα μου με απλές λέξεις. Εάν κάποιος μπορεί να σου το πεί έτσι, τότε πάρτο στα σοβαρά. Ρώτα έναν φυσικό για παράδειγμα, μπορεί να το κάνει! ......Όπως και εγώ μπορώ να εξηγήσω με λεπτομέρεια κάτι που διδάσκω σε ένα σεμινάριο για μεταπτυχιακούς φοιτητές σε ένα φυσικό, με όρους που μπορεί να κατανοήσει. Θα πάρει σίγουρα μια ιδέα!
Δοκίμασε όμως να ρωτήσεις κάποιον να σου εξηγήσει την τελευταία εργασία του
Derrida η κάποιου ανάλογου, σε όρους που μπορείς να κατανοήσεις. Δεν μπορεί να το κάνει! Τουλάχιστον δεν μπορεί να το εξηγήσει σε μένα...Δεν καταλαβαίνω! Και νομίζω οτι πρέπει να ρωτήσεις τον εαυτό σου πολύ προσεκτικά κατα πόσο είναι δυνατόν να έχει γίνει ένα τόσο μεγάλο άλμα στην εξέλιξη ώστε να επιτρέπει σε κάποιους ανθρώπους να έχουν αυτή την τεράστια πια διορατικότητα που δεν μπορούν να τη μεταφέρουν στους απλούς ανθρώπους.....!»

Νόαμ Τσόμσκι, “Αναρχία, διανοητές και το κράτος” (1996)